- σκρίνιο
- το(λ. λατ.), είδος επίπλου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκρίνιο — Είδος επίπλου που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη πολύτιμων πραγμάτων. Επίσης είδος γραφείου. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη scrinium. Στο Βυζάντιο ονόμαζαν σ., στον πληθυντικό, τα δημόσια γραφεία καθώς και εκείνα που λειτουργούσαν στα… … Dictionary of Greek
σκρινιάριος — ὁ, ΜΑ γραμματέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scriniarius «επιστάτης χαρτοφυλακίου» < scrinium (πρβλ. σκρίνιο) + κατάλ. arius (πρβλ. σιλεντι άριος)] … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Μπιντερμάιερ — (Biedermeier). Συμβατικός όρος που χαρακτηρίζει έναν γερμανικό ρυθμό επίπλωσης. Αναπτύχθηκε μεταξύ 1815 και 1848 και πήρε την ονομασία του από ένα φανταστικό πρόσωπο το οποίο δύο συγγραφείς (ο Άντολφ Κουσμάουλ και ο Λούντβιχ Άιχροντ) ταύτισαν με… … Dictionary of Greek